σκαρφίζομαι

σκαρφίζομαι
[скарфизомэ] р. забирать вголову, замышлять,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκαρφίζομαι" в других словарях:

  • σκαρφίζομαι — σκαρφίζομαι, σκαρφίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαρφίζομαι — Ν 1. συλλαμβάνω με τον νου σχέδιο, επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι (α. «το επίσημο κράτος... σκαρφιζότανε κάθε λίγο και λιγάκι ένα καινούργιο χαράτσι», Διδώ Σωτηρίου β. «τί πήγε και σκαρφίστηκε») 2. (ως απρόσ. μαζί με την προσωπ. αντων. μού, σού,… …   Dictionary of Greek

  • σκαρφίζομαι — σκαρφίστηκα, επινοώ: Τι σκαρφίζεσαι πάλι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστεύομαι — ΝΑ, και σοφιστεύω Α [σοφιστής] φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστής νεοελλ. λέω σοφιστείες αρχ. 1. είμαι σοφιστής 2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.) 3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι 4. αποκρύπτω κάτι …   Dictionary of Greek

  • τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη …   Dictionary of Greek

  • υποπλάσσω — ΜΑ μσν. μέσ. ὑποπλάσσομαι προσποιούμαι, υποκρίνομαι αρχ. επινοώ, σκαρφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πλάσσομαι «προσποιούμαι, υποκρίνομαι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»